κατακοπιάζω

κατακοπιάζω
κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ («κατακόπιασε για να στήσει την επιχείρηση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατακοπιάζω — κατακοπίασα και κατακόπιασα, κατακοπιασμένος, κοπιάζω υπερβολικά, κατακουράζομαι: Κατακοπιάζει όλη μέρα για να της φέρει να φάει κι αυτή γυρίζει εδώ κι εκεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”